- γλωττίδας
- γλωττίςglottisfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
κατάσπασμα — κατάσπασμα, τὸ (Α) [κατασπώ] 1. δόνηση, κραδασμός τής γλωττίδας τού αυλού 2. μέρος, τμήμα, απόσπασμα … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
λαρυγγισμός — ο (Α λαρυγγισμός) [λαρυγγίζω] νεοελλ. 1. φωνή που εξέρχεται κατευθείαν από τον λάρυγγα χωρίς αλλοίωση από το αντηχείο τού στόματος 2. καλλωπισμός τού άσματος υψιφώνων με ταχύτατη επαλληλία φθογγοσήμων σε ένα φωνήεν 3. το κελάηδημα μερικών πτηνών… … Dictionary of Greek
λαρυγγόσπασμος — ο η στένωση τής γλωττίδας λόγω σπασμού τών φωνητικών χορδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngospasme] … Dictionary of Greek
λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά … Dictionary of Greek
συριγμώδης — ες, Ν [σύριγμα] φρ. «συριγμώδης αναπνοή» ιατρ. σφυριχτή αναπνοή που οφείλεται σε στένωση τής γλωττίδας … Dictionary of Greek
φρενογλωττισμός — ο, Ν σπασμός τής γλωττίδας και τού διαφράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + γλωττίδα + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek